- δόκιμοι
- δόκιμοςacceptablemasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Δόκιμοι — Δόκιμος acceptable masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ересь — (др. греч. αἵρεσις «выбор, направление, мнение») сознательное отклонение от догматов веры, предлагающее иной подход к религиозному учению; выделение из состава церкви новой общины. Не следует смешивать с расколом. Следует иметь в виду … Википедия
Ереси — Ересь (греч. αἵρεσις «выбор, направление, мнение») сознательное отклонение от догматов веры, предлагающее иной подход к религиозному учению; выделение из состава церкви новой общины. Не следует смешивать с расколом. Следует иметь в виду, что в… … Википедия
Еретики — Ересь (греч. αἵρεσις «выбор, направление, мнение») сознательное отклонение от догматов веры, предлагающее иной подход к религиозному учению; выделение из состава церкви новой общины. Не следует смешивать с расколом. Следует иметь в виду, что в… … Википедия
ακουσματικός — ἀκουσματικός, ή, ὸν (AM) [ἄκουσμα] 1. ο πρόθυμος να ακούει 2. (πληθ. αρσ. ως ουσ.) οἱ ἀκουσματικοί οι δόκιμοι μαθητές τής σχολής τού Πυθαγόρα, οι ακροατές τής απόκρυφης διδασκαλίας του … Dictionary of Greek
εισάγω — (AM εἰσάγω) 1. οδηγώ κάποιον μέσα («τόν εισήγαγε στην αίθουσα τού θρόνου», «μόνον δὲ σὺν τέκνοισι μ εἰσάγει δόμοις») 2. τοποθετώ κάτι μέσα σε κάτι άλλο («εἰσάγω καθετήρα...») 3. (για εμπορεύματα) φέρνω από άλλη χώρα («εισάγει πρώτες ύλες»,… … Dictionary of Greek
κώδικας — Χειρόγραφο βιβλίο το οποίο χρησιμοποιούσαν κυρίως πριν από την εφεύρεση της τυπογραφίας. Ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη caudex (αργότερα codex), που αρχικά σήμαινε κορμό δέντρου και γενικότερα ξύλο, και κατέληξε να δηλώνει κατά τη ρωμαϊκή … Dictionary of Greek
ρήτορας — ο / ῥήτωρ, ορος, ΝΜΑ, θηλ. ρήτωρ, Ν 1. αυτός που αγορεύει δημόσια 2. αυτός που αγορεύει με ευφράδεια, με ευγλωττία 3. στον πληθ. οι ρήτορες οι πολιτευτές που αγόρευαν στην εκκλησία τού δήμου κατά την αρχαιότητα 4. φρ. «οι δέκα ρήτορες» οι δέκα… … Dictionary of Greek
ρασοφόρος — ο(ν) Ν 1. εκείνος που φοράει ράσο 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι ρασοφόροι α) (καν. δίκ.) δόκιμοι μοναχοί που έχουν διανύσει το μεγαλύτερο στάδιο τής δοκιμασίας και ενδύονται μετά από ιδιαίτερη εκκλησιαστική ακολουθία το ράσο, χωρίς να δίνουν… … Dictionary of Greek
Αδραμυττηνός, Εμμανουήλ — (Κρήτη 1445; – Παβία, Ιταλία 1485;).Κρητικός λόγιος. Το όνομά του συνδέεται με την ανάπτυξη των ελληνικών σπουδών στη Βενετία. Άσκησε σημαντική επιρροή σε διάσημους Ιταλούς ουμανιστές και είχε σχέσεις με τους πρώτους Κρητικούς τυπογράφους της… … Dictionary of Greek